Ιθάκες τι σημαίνουν…

Το σημαίνον και το σημαινόμενον

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστηση, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν.

[1911]

Κ. Π. Καβάφης. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Αστραία

Η σκέψη και ύπαρξη

Σκεπτόμενη Αθηνά
      "Περί Φύσηος"    Παρμενίδη του Ελεάτη

Διότι σκέψη και ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα.

Οι θηλυκοί μου ίπποι με μετέφεραν ως τα πέρατα της επιθυμίας,
όταν οδηγώντας με οι δαιμόνιες θεές μ’ έβαλαν στην περίφημη οδό,
που φέρνει τα φώτα που θεωρούν οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων.
αυτή βρισκόμουν. Τα πολύ έφρονα άλογα που έφεραν το άρμα
κάλπαζαν, ορίζοντας το διάβα τους οι κυβερνήτες κόρες.

Ο δε άξων μέσα στον αχό αναδύει ήχο όμοιο του σουραυλιού
καθώς κατακαιγόταν (υποφέροντας από τους ξέφρενους στροβιλισμούς
περί τα δυο του άκρα), όταν έσπευσαν για τη μεταφορά μου
οι κόρες του Ήλιου, οι οποίες αφού έφυγαν από τα δώματα της νύχτας
σε φως, είχαν στα χέρια τις καλύπτρες της μορφής τους.

Εκεί βρίσκονται οι πύλες της ζωής, της Νύχτας και της Ημέρας,
που έχουν κοινό υπέρθυρο και ίδιο μαρμάρινο κατώφλι
και οι αυτές πέτρες οι αιθέριες περιβάλλουν τις μεγάλες θύρες
αυτών η Δίκη η πολύπονος έχει τα ανάλογα διπλά κλειδιά.
Προς αυτήν αποτάθηκαν με σεβασμό οι κόρες, μιλώντας ήπια -γλυκά.

Την έπεισαν με συγκεκριμένες λέξεις επακριβείς, να βγάλει άμεσα και
πλήρως το βαλανωτό-φιδίσιο κλείστρο των θυρών. Τα δε θυρόφυλλα
τεράστιο χάσμα έκαναν, καθώς μετακινήθηκαν τα πολύχαλκα
αξόνια και με αμοιβαίο συριγμό οι περόνες των αρθρώσεων
έστρεψαν στα δαχτυλίδια και μέσω του ανοίγματος αυτού

οι κόρες γοργά στον αμαξωτό δρόμο πέρασαν άλογα και άρμα.
Και η θεά με υποδέχτηκε αγνά, παίρνοντας δε τρυφερά στο χέρι της
το δεξί μου χέρι, αυτά τα λόγια τα λαμπρά είπε, προσαγορεύοντας με.
Ω νεαρέ σύντροφε των αθανάτων που κρατούν της ζωής τα γκέμια,
εσύ που ήλθες ως το χώρο μου εδώ από ικανά άλογα φερμένος,

χαίρε, επειδή δεν σε ώθησε μοίρα κακή να εισέλθεις σε αυτό το δρόμο
(που για τα ανθρώπινα όντα τελειωμό δεν έχει), αλλά η θεία τάξη
και το δίκαιο. Πρέπει δε να σε πληροφορήσω για όλα,
τόσο για της σφαιρικής Αλήθειας μου την άτρεμη καρδιά
όσο και για τις γνώμες των θνητών, όπου δεν υπάρχει πίστη αληθής.

Αλλά θα καταλάβεις και αυτά θα μάθεις, ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις
πρέπει να εξετάζονται καλά, περνώντας πάντοτε από κόσκινο τα πάντα.
Έλα, λοιπόν, εγώ θα σου εξηγώ, εσύ στα λόγια μου αναλογίσου,
αφού ακούσεις ποιες είναι οι μόνες δισυπόστατες οδοί της νόησης.
Η μεν μια ότι αυτό που είναι «είναι» και δεν υπάρχει το δεν είναι,

είναι της Πειθούς το πλαίσιο (διότι εκεί πατάει γερά η αλήθεια),
η δε άλλη ότι «δεν είναι» και ανάγκη είναι το είναι να μην υπάρχει,
αυτή την οδό στη φράζω εντελώς, λέγοντάς σου ότι είναι αδιάβατη
διότι ούτε θα μπορούσες να γνωρίσεις το μη υπαρκτό ον (δεν είναι
κατορθωτό) ούτε να το εκφράσεις.

Διότι σκέψη και ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξε όμως, και τα απόμακρα του νου είναι με σιγουριά παρόντα
διότι (ο νους) δεν θα διασπάσει το ον από τη συνεκτική δομή του
διασπείροντάς το εδώ κι εκεί ολοκληρωτικά κατά την κοσμική τάξη
κι επανασυνθέτοντάς το.

Για μένα είναι αδιάφορο,
από πού θα ξεκινήσω γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω πάλι.
Πρέπει το ον να είναι ο λόγος και η νόηση διότι εκεί υπάρχει «είναι»,
ενώ στο μηδέν δεν υπάρχει ΄ εγώ αυτά στα αποκαλώ υπερ-νοητά.
Σε απομακρύνω όμως έτσι απ’ αυτήν εδώ την πρώτη οδό της έρευνας,

ύστερα δε και από εκείνη, στην οποία οι θνητοί, μη γνωρίζοντας κάτι,
διαμορφώνονται, δίγνωμοι ΄ διότι η αμηχανία που υπάρχει στα στήθη τους
ευθύνεται για το μπερδεμένο τους μυαλό αυτοί αυτοπροσδιορίζονται,
κουφοί μαζί και τυφλοί, κατασαστισμένοι, σύνολα χωρίς κριτική σκέψη,
στα οποία αυτό που υπάρχει και δεν είναι, το νομίζουν άλλοτε το ένα

και άλλοτε το άλλο, στα πάντα δε παλινδρομεί το πλαίσιο της ζωής τους.
Διότι ουδέποτε ο τρόπος αυτός θα καθορίσει τα μη υπάρχοντα
αλλά εσύ από αυτή τη δισυπόστατη διαδρομή απομάκρυνε το νου σου
ούτε επίσης η συνήθεια να σε εξαναγκάζει σε αυτόν εδώ το δρόμο της
οριακής προσπάθειας, να έχεις άσκοπο το βλέμμα και την καλή ακοή σου

και τη γλώσσα, να κάνεις όμως με τη λογική σου μια ευρύτερη εκτίμηση
στα ειπωμένα από εμένα γιατί μόνο με τα λόγια δεν μπορείς να φτάσεις
σε αυτό που όντως είναι στην πορεία πάντως της διαδρομής υπάρχουν
πάρα πολλές ενδείξεις, ότι το ενυπάρχον ον είναι…

ΠΗΓΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ

«Σκέφτομαι άρα υπάρχω» Καρτέσιος

«Υπάρχω άρα σκέπτομαι;;;;»

Αστραία

Το Ελληνόπουλο του Ουγκώ

Η ελληνόφωνη εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης αποδίδει φόρο τιμής στο Βίκτωρα Ουγκώ στο φύλλο της 13ης Ιουνίου 1885.

Οι μεγάλοι Φιλέλληνες

Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται. Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ
Το Ελληνόπουλο Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ` όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά τ` αρχοντονήσι,
που βουνά και σπίτια και λαγκάδια και στο χορό
τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια καθρέφτιζε μεσ` τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο κάθεται,
σκύβει θλιβερά το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του
απομένει μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ` την αφάνταστη φθορά. Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο
στις ράχες για να μην κλαις λυπητερά, τ` ήθελες τάχα να `χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά ματάκια σου ν` αστράψουνε,
να ξαστερώσουν πάλι και να σηκώσεις χαρωπά
σαν πρώτα το κεφάλι με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά μαλλάκια που του ψαλιδιού
δεν τάχει αγγίξει η κόψη και σκόρπια στη δροσάτη σου
τριγύρω γέρνουν όψη και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;

Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;

Μην ο καρπός απ` το δεντρί
που μεσ` στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ` έν` άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει,
Δεν σώνει μεσ` απ` τον ίσκιο του να βγει;

Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ` όλα τα αγαθά τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι: Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.

Ο πόλεμος είναι πόλεμος ανθρώπων. Η ειρήνη είναι πόλεμος ιδεών.
Η πρωτόγονη εποχή ήταν λυρική, η κλασική επική και η σύγχρονη δραματική.

Η επόμενη…. δημιουργική

Αστραία

Ταξίδια συνείδησης με το πλοίο Ελλάς

Ιλιάς και Οδύσσεια μαζί στο διηνεκές του Απείρου αυξημένης αντίληψης έμφρονων ανθρωπίδων

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Oμονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»

είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937. Γ. Σεφέρης

Εμείς το λέμε…. η μεγάλη Περιπέτεια του Πνεύματος

Αστραία

Διηγήσεις Γαίας

Στον ..ορίζοντα του απείρου
Η Γαία 4,54 δισεκατομμύρια χρόνια γεωλογική ιστορία.
Από την Γαία στη Ρέα στην Ήρα Δήμητρα στη Παγγαία Απειρωτάν Ήπειρο
όταν άρχισε να διασπάται περίπου 175 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Ουρανός Κρόνος Ζευς Ποσειδών Πλούτων στην κυριαρχία του κόσμου
σε δέσμες συνείδησης
και, ο έμφρων άνθρωπος στην σοφή ηγεσία σε άλματα αντίληψης.

Αφήσαμε την γη και , ανεβήκαμε στο πλοίο!
Κάψαμε τις γέφυρες πίσω μας-
κι’ακόμα κάψαμε την γη ,πίσω μας.
Και τώρα καραβάκι, πρόσεξε!
Δίπλα σου είναι ο ωκεανός: δεν μουγκρίζει πάντα,
είναι αλήθεια, και μερικές φορές,
απλώνεται σαν μετάξι και χρυσάφι και ονειροπόλημα καλοσύνης.
Μα, θαρθούν ώρες που θα καταλάβεις πως, είναι άπειρος και πως,
τίποτα δεν είναι πιο τρομερό από την απεραντοσύνη!
Ω! Φτωχό πουλί ,που ένιωθες ελεύθερο και τώρα ,
χτυπάς τα κάγκελα του κλουβιού!
Αλίμονο σου, αν σε πιάσει νοσταλγία για την γη, σαν να υπήρχε εκεί ,
πιο πολλή ελευθερία:
Γιατί τώρα, δεν υπάρχει πιά «γη»! Φ. Νίτσε
Που πας καραβάκι …με τέτοιον καιρό

Το άπειρο σε περιμένει

Αστραία