Αναζητώντας μια εθνική αυτογνωσία
«Ας προσπαθήσουμε να ρωτήσουμε το μαντείο για τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας χωρίς να σπεύσουμε να του αποδώσουμε κοινωνιολογικές, ψυχολογικές, εθνολογικές ή οικονομικές απαντήσεις».
Με αυτή τη φράση ξεκινάει ένα κείμενο όχι σημερινό, αλλά εξαιρετικά διεισδυτικό και επίκαιρο. Έχει έκταση μόλις 60 σελίδων και γράφτηκε πολλά χρόνια πριν, τη δεκαετία του ’50. Τίτλος του κειμένου «H μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας». Συγγραφέας του, ένας τριαντάχρονος, τότε, Έλληνας, ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός, που ζούσε ήδη πλέον στο Παρίσι από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 (1)
Προϋποθέσεις
Ποια προϋπόθεση θέτει ο Αξελός για να μετατραπεί η Ελλάδα από εισαγωγέα-καταναλωτή ξένων επιτευγμάτων σε παραγωγό-κατασκευαστή του πεπρωμένου της; Την ικανότητα ανταπόκρισης στη νεωτερική πραγματικότητα: και ως νεωτερικό ορίζει αυτό που είναι θεμελιωμένο στη δρώσα υποκειμενικότητα, αυτό που διαθέτει αυτό-συνείδηση η οποία ερμηνεύει τον εαυτό της και τον κόσμο, αυτό που τρέφεται από τη θέληση για δύναμη και δεν διστάζει να εξορμήσει για να κατακτήσει τον κόσμο. (ΕΛΙΣΑΒΕΤ KΟΤΖΙΑ, Η Καθημερινή, 31/12/2010) (2 )
Το μαγικό έθνος
Μπορεί η νεωτερική Ελλάδα να μη συνιστούσε έθνος νεωτερικού (δυτικού) τύπου. Τη θέση αυτή υποστήριξε, ευφυέστατα μάλιστα, όχι ένας Έλληνας αλλά ένας Γερμανός: ο Σπένγκλερ. Η «νεωτερική» Ελλάδα θα αποτελούσε, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μέρος του «μαγικού κόσμου» που διαδέχθηκε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και προηγήθηκε του δυτικού και νεωτερικού κόσμου. Θα ήταν έθνος μαγικό, το ίδιο όπως οι Βυζαντινοί και οι Εβραίοι: ένα έθνος χωρίς οριοθετημένο έδαφος, αλλά που είχε τη δική του ψυχή μια ψυχή ούτε απολλώνια ούτε φαουστική παρά μόνο μαγική· το τελειότερο σύμβολό της θα ήταν η κρύπτη. Και τι κρύβει η κρύπτη αυτή; Ονομάζοντας τη μαγική, έχουμε μήπως ξορκίσει το μυστικό της νέας Ελλάδας; Ισχυρή ή όχι, η νεοελληνική πραγματικότητα συνιστά παρ’ όλα αυτά μια πραγματικότητα. Κι αν ακόμη η πραγματικότητα αυτή είναι στρωμένη με στάχτες, υπάρχουν ακόμη εστίες φωτιάς. Και άνθρωποι που μάχονται ηρωικά υπέρ των εστιών αυτών.
Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους, εντούτοις ζει στο κέντρο του νεωτερικού κόσμου. Μήπως κάνει μόνον ωσάν να ήταν νεωτερική; Ή μήπως ζει μιαν ύπαρξη παρόμοια μ’ εκείνη των φελάχων ή των «πρωτόγονων», οι οποίοι επίσης ζουν συγχρόνως και στο περιθώριο και στο κέντρο του υπερπολιτισμένου κόσμου; Αυτό θα μπορούσαν να το διαβεβαιώσουν όσοι της επιτίθενται, αλλά διαβεβαιώνοντάς το θα έλεγαν την αλήθεια ή θα έκαναν λάθος;
Μαγική ή όχι, η Ελλάδα δεν είναι πια ένα σύνολο το οποίο ζει αποκλειστικά από τον μαγικό και ανατολικό χριστιανισμό. Θα ήταν λάθος να ειπωθεί ότι άλλο δεν κάνει παρά να επιβιώνει αυτού του χριστιανισμού και υπήρξε εκείνος του Βυζαντίου. Είναι «κάτι» διαφορετικό.
Και το οποίο ζει με τι; Αποκλειστικά και μόνον από τα σωματίδια του φωτός που έρχονται από τις χώρες του δύοντος ήλιου; Για να μπορέσουν τα σωματίδια αυτά να τη φωτίσουν, πρέπει η ίδια να κατευθυνθεί προς εκείνα· και η σύγχρονη Ελλάδα αναζητώντας, έστω και πολύ συγκεχυμένα, τη δική της ουσία, συναντά τη νεωτερική Δύση. Αυτή η συνάντηση φωτίζει άραγε αρκετά το νεοελληνικό πρόβλημα;
Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικής» τάσης, μια άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή μιαν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τον ριζικό «δυτικισμό» της. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης θέσης βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως. Θα έπρεπε έτσι η μεσογειακή τούτη χώρα, να γίνει, και πολύ γρήγορα, χώρα ευρωπαϊκή με σχεδιασμένη οικονομία και ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική. Και οι καλλιτεχνικές της εκφράσεις θα ήσαν προσαρτημένες (τρέχοντας γρήγορα για να προλάβουν τα προβαδίσματα) σ’ εκείνες των ευρωπαϊκών χωρών που σέρνουν το χορό. Όλα τούτα, όμως, συνιστούν μήπως κάποιο σχέδιο ή είναι, αντιθέτως, μια απλή προβολή της τόσο ζωηρής νεοελληνικής φαντασίας; Οι «άλλοι» (στους οποίους τόσο συχνά οι Έλληνες αποδίδουν τη σχετιλιαστική ονομασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο συνεπάγεται το γίγνεσθαι τους.
Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου και το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εμψυχωμένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο· δεν μιμούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγμα. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθημένες» και οι άλλες μένουν «καθυστερημένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσουν να φθάσουν πρώτες. Ο καλπασμός των ιστορικών εποχών κατά κανένα τρόπο δεν συγκρίνεται με ιπποδρομία. Οι χώρες που δεν δημιούργησαν τον νεωτερικό κόσμο οφείλουν να πραγματοποιήσουν ξανά, και για δικό τους λογαριασμό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφτούν οι πλούσιοι συγγενείς τους για να γευτούν τη χάρη της γραφικής τους ζωής. Οι σπόροι που μας μεταφέρθηκαν πρέπει να φυτρώσουν σε γόνιμο έδαφος και μάλιστα να ριζώσουν. Για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς το «μοντερνισμό» αλλά προς τη νεωτερικότητα.(3)
Η τελευταία συνέντευξη
Η σύγχρονη Ελλάδα;
Είναι ένα πρόβλημα. Ούτε Ανατολή ούτε Δύση ούτε Ευρώπη ούτε Ασία. Βαδίζει προς την αναζήτηση μιας ενότητας, την οποία δεν βρίσκει εύκολα. Δεξιά και Αριστερά είναι φθαρμένες και δεν αναδύεται ένας δρόμος.
Πώς θα ανακαλύψουν οι Έλληνες πολιτικοί την «πραγματική πολιτική»;
Θα έπρεπε να ξεπεράσουν τον στενό πολιτικαντισμό. Είναι όμως αυτό δυνατό;
Είναι εφικτή η Δημοκρατία;
Η Δημοκρατία μένει ουτοπική, δηλαδή δεν έχει πουθενά τόπο να πραγματοποιηθεί. Το ίδιο της το νόημα μας ξεφεύγει.
Τι σας έχει δώσει η Ελλάδα;
Μια ζωική ορμή. Την επαφή με τα στοιχεία της, τη θάλασσα, τον αέρα, τη γη, τη φωτιά.
Τι σας έχει πάρει;
Δεν είχα ποτέ την προκατάληψη, ώστε να μπορέσει να μου την πάρει. (4 )
Μια φιλοσοφική παρέα παλιά και νέα
Με διαμεσολαβητές τους Προσωκρατικούς, ο Κώστας Αξελός προσπαθεί να συμφιλιώσει τον Μαρξ με τους Νίτσε, Φρόιντ και Χάιντεγκερ, αναζητώντας πολυδύναμο παρατηρητήριο για την κατόπτευση των προβλημάτων της μεταμαρξιστικής εποχής. Ήδη με τα πρώτα κείμενα, στρέφεται προς τη στοιχειοθέτηση μιας βιοθεωρίας που να καθίσταται πράξη στον στίβο μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας, έστω κι αν ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν συνεπάγεται τη βίαιη κοινωνική διαλεκτική της επαναστατικής ανατροπής. Δεν αποφεύγει τη γοητεία του αποσπασματικού λόγου που διέσωσε τη σκέψη του Ηράκλειτου, με την αξίωση πάντως να μελετηθεί στη συνάφειά του με το «πνεύμα του καιρού του» και να αποτιμηθεί με ακρίβεια η «ευεργετική» του επίδραση στο έργο του Ένγκελς και του Μαρξ. Συναφώς αιτιολογεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας για τους Προσοφιστές και γενικότερα για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ορίζοντας τη φιλοσοφία ως μέθοδο αντικρίσματος των νόμων της κίνησης της φύσης, της ιστορίας και του πνεύματος και θυμίζοντας στο σημείο αυτό το Anti-Dühring (1952). (5 )
Αναμένουμε τις απαντήσεις του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος του νέου μαντείου των οραματιστών αδελφών
Αστραία