Ακέφαλοι Βαπτιστές

Περσέας εν δράσει

και ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας από τον Περσέα στις κολυμβήθρες του Ειρηνικού και Ατλαντικού Ωκεανού, Εσπερίας και Ανατολής

Οι Βαπτιστές είναι Χριστιανοί οι οποίοι πιστεύουν πως το βάπτισμα στο νερό πρέπει να γίνεται σε πιστούς (οπότε απορρίπτεται ο νηπιοβαπτισμός). Με τον όρο «Βαπτιστικός» μπορεί επίσης να περιγραφεί μία εκκλησία, ένα δόγμα ή μία ομάδα που μοιράζεται τις ίδιες πεποιθήσεις σχετικά με το βάπτισμα.

Οι Βαπτιστές ιστορικά χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη αυτονομίας σε κάθε τοπική τους εκκλησία. Αν και ο όρος «Βαπτιστής» έχει τις ρίζες του στους Αναβαπτιστές, το ίδιο το δόγμα των Βαπτιστών συνδέεται ιστορικά με τα αυτονομιστικά κινήματα του 16ου αιώνα.
Οι Βαπτιστές αριθμούν περίπου 110 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο, σε περισσότερες από 220.000 κοινότητες και θεωρούνται η μεγαλύτερη παγκόσμια κοινωνία Ευαγγελικών Προτεσταντών.
Ασπάζονται και την θρησκευτική ελευθερία: το κάθε άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει εάν θα είναι ενταγμένο στη θρησκεία των Βαπτιστών, σε κάποια άλλη θρησκεία, ή αν θα είναι άθρησκο. Επίσης, υποστηρίζεται ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, ο οποίος συχνά αποκαλείται «πολιτική συνέπεια» της θρησκευτικής ελευθερίας

Οι Βαπτιστές είναι μια μεγάλη χριστιανική κοινότητα που ανθεί στην Εσπερία με την νοοτροπία της Ποσειδώνιας Ατλαντίδας, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με προέδρους της βαπτιστές, όπως τον Κλίντον, τον Κάρτερ και τον Τρούμαν. Απαντάται και στα λεκανοπέδια της Ανατολίας και Μεσοποταμίας
Εστιάζονται στην βάπτιση, έθιμο πολύ παλιό, των Βαπτιστών με πρωταγωνιστή τον  Jonathan τον ασκητή της ερήμου, ακέφαλο θρησκευτικό ηγέτη και αρνούνται τον νηπιοβαπτισμό, πράγμα αρκετά σωστό.
Είναι μία από τις πολλές χριστιανικές οργανώσεις, ένα από τα πολλά κεφάλια, πλοκάμια του χριστιανισμού.
Διάσημοι αποκεφαλισμοί έχουν υπάρξει στην ανθρωπότητα μυθολογικοί και ιστορικοί σε όλες τις θρησκείες και μυθολογίες: Ο Κάρνα, ο Ορφέας, ο Πανόπτης Άργος από τον Ερμή, η Μέδουσα από τον Περσέα, ο Σαούλ από τους Φιλισταίους, ο απόστολος Σαούλ Παύλος, ο Πάπας Σίξτος ο Β, ο Φωκάς από τον Ηράκλειο, ο Ιουστινιανός ο Β΄, ο Λεόντιος, ο Τιβέριος (Στο θεοκρατικό Βυζάντιο ήταν της μόδας μαζί με την τύφλωση και την ρινότμηση ) και ….ο Τζόναθαν,σημαντική μορφή του χριστιανισμού και ο νονός του Τζεσούα, Ιησού, από τον Ηρώδη.

Πρωταγωνιστεί το νερό ως στοιχείο, αλλά στην ουσία, βασικό στοιχείο είναι ο αέρας, διότι αυτό που λαμβάνει χώρα κατά την βάπτιση, είναι η ονοματοδοσία ,το όνομα. Εκφωνείται το όνομα και ο ήχος για να διαδοθεί χρειάζεται και απαιτεί αέρα (αεροβαπτισμός ) . Ο ήχος δεν διαδίδεται στο κενό.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η γη, πρακτικό θέμα, κάπου πρέπει να πατάει κανείς για να βαφτίσει, να δώσει όνομα στο παιδί , όπως ο φωτισμένος αυτόφωτος Αυτόλυκος έδωσε το όνομα στον εγγονό του, τον Οδυσσέα.
Και τρίτον λαμβάνει χώρα, η φωτιά, το πνεύμα με της έμπνευσης γιατί το όνομα είναι »μοίρα». Είναι μαγικό ξόρκι.
Αλλάζοντας το όνομα, αλλάζεις δόνηση και τη ζωή και κάθε ζωή ξεκινά με ένα καινούργιο όνομα. Οι μητροπολίτες και οι επισκόπους αλλάζουν το όνομά τους με νέες βαπτίσεις.
Φυσικά υπάρχει και το στοιχείο του νερού, ως εξαγνισμός περισσότερο και συμφιλίωση με τον Ποσειδώνα και βλέπουμε τον Οδυσσέα να πλένει τα πόδια του με τη βοήθεια της Ευρύκλειας.
Είναι σημαντικό, ένας ενήλικας πολίτης, να μπορεί να διακρίνει το μυθολογικό υπόβαθρο από το ιστορικό, τα όρια του σουρεαλισμού και του ρεαλισμού για να έχει και δικαίωμα ψήφου, διαφορετικά παραμένει νήπιος στην χειρότερη περίπτωση και παιδί …..στην καλύτερη.
Δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα ακριβή ιστορικά στοιχεία της βάπτισης του Ιησού, ούτε καν της γέννησης του και δεν θα εστιαστούμε στο θέμα αυτό στο παρόν άρθρο, αλλά, στον Βαπτιστή σπρώχνοντας στα όρια τη λογική

Το πως επιτρέπει ( και δεν τους σώζει ο αληθινός θεός ) να αποκεφαλίζονται οι πιστοί του, με έναν θάνατο φρικτό, είναι ένα ερώτημα λογικό που θα έπρεπε να απασχολεί το χριστεπώνυμο κοινό. Φτιάχνοντας »μάρτυρες » για να πετύχει τον σκοπό που αγιάζει τα μέσα;;;;
Το επόμενο στην περίπτωση του Τζόναθαν, είναι κρίσεως πολιτικής και κριτικής σκέψης.
Όταν ένας ερημίτης άγαμος και άτεκνος, περιθωριακός, που ντυνόταν με τρίχες από καμήλα και έτρωγε ακρίδες και μέλι, απέχων από την ζωή, ( χωρίς πρόταση για την κοινωνία)  την μοναδική πολεμική  που κάνει στον Ηρώδη του Αντύπα είναι για το γάμο του με την Ηρωδιάδα, δεν θα έλεγε κανείς ,ότι είναι και καμία σπουδαία κριτική, ούτε περιέχει στοιχεία πολιτικής σκέψης κρίσης, μόνο αντικοινωνικές θεολογίες.
Ο Ηρώδης, δεν ήτανε και ο χειρότερος ιουδαίος κυβερνήτης και η Ηρωδιάδα δεν ήταν ανήλικη αρραβωνιασμένη και φοβισμένη γυνή, με τη θέλησή της τον παντρεύτηκε.
Τι να πει και η 13χρονη ανεψιά που παντρεύτηκε ο Ηράκλειος, ο χριστιανός βυζαντινός αυτοκράτορας.
Ούτε ήταν και το μείζον θέμα και πρόβλημα που θα πρεπε να απασχολεί τους ιουδαίους της εποχής εκείνης .Ούτε ο Τζόναθαν, μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πρότυπο πολιτικής σκέψης και αγωγής, χωρίς καμία πρόταση για μία πολιτεία περιωπής. Και πιο είναι το όνομα που του έδωσε και πως προφέρεται…αφού τον βάπτισε. »Ιησούς » είναι απλώς ένα ύστερο εξελληνισμένο του Τζεσουά από την μετάφραση των 70.
Συνεπώς με απλά λόγια, όταν μιλάμε για αγωγή του πολίτη και για πολιτική αγωγή, το μαχαίρι της λογικής θα μπαίνει πολύ βαθιά στο κόκκαλο των ιστορικών και των μυθολογικών γεγονότων, ατενίζοντας τη νέα εποχή με ένα ποιητικό σουρεαλισμό αλλά, και με ένα ρεαλισμό…ορίων.
Ξεκαθαρίζοντας τι σημαίνει ιστορία, μύθος αλληγορία παρομοίωση και μεταφορά. Τι είναι Λογική και τι δεν είναι και είναι Αντινόηση και σκοτώνει τον νου. Χωρίς τον νου, κανένα κεφάλι , δεν μένει, δεν στέκει καλά στην θέση του. Κόβεται.
Και όταν ένας άνθρωπος ενηλικιώνεται και τα κατανοεί όλα αυτά, παίρνει το σπαθί καικόβει το κεφάλι της Μέδουσας που έσμιξε ο Ποσειδώνας …. όπως τα χρόνια τα παλιά τα μυθικά τα ηρωικά πετώντας με του Πήγασου. τα φτερά.

Αστραία

Έλληνες Γραικοί ή Ρωμιοί

Τα εθνικά ονόματα των Ελλήνων

» Καί με τήν ευκαιρία αυτήν, πρέπει νά γίνη οριστικός διαχωρισμός μεταξύ Ρωμιοσύνης καί Ελληνισμού, διότι οι έννοιες δέν ταυτίζονται. Ρωμιοσύνη είναι τό Γένος εν δουλεία καί ο Ρωμιός είναι ραγιάς, ενώ η Ελλάς πού απετίναξε μέ αγώνες τήν στυγνή δουλεία, γράφει ήδη τήν ιστορία της, ως ελεύθερο καί επίλεκτο μέλος της κοινωνίας τών εθνών.
Εξ άλλου ο Ρωμιός ως έννοια σήμερα, έχει καταντήσει νά θεωρήται κακέκτυπον τού Ελληνος, συνώνυμο τής παθητικότητος, τής κακομοιριάς καί τής μιζέριας. Ελλην τής παρακμής.»

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΡΩΜΙΟΙ, ενδιαφέρον άρθρο του Ιωάννου-Άδωνη Μελικέρτη για το εθνικό όνομα των Ελλήνων

Το εθνικόν όνομα τών Ελλήνων επέρασε από μεγάλες περιπέτειες καί μεταπτώσεις διά μέσου τών αιώνων. Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι, Ελληνες, Γραικοί, Ρωμαίοι καί κατά παραφθοράν Ρωμιοί, ήσαν μερικά από τά ονόματα τού λαού μας στήν μακραίωνα ιστορική διαδρομή του.
Μόνον μέ τήν δημιουργία τού Νεοελληνικού Κράτους τό 1830 επεκράτησαν οριστικώς τά ονόματα Ελλάς καί Ελλην, όχι όμως χωρίς αντίδράσεις καί αγώνες.
Πρέπει δέ νά λεχθή κάτι όχι καί τόσο γνωστό στούς πολλούς,ότι δηλαδή μέχρι τότε τό όνομα τής χώρας καί τού λαού της ούτε δεδομένο ήταν, ούτε αυτονόητο, όπως άλλωστε θά φανή εν συνεχεία.
Οι ελληνόφωνοι καί χριστιανοί υπήκοοι τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν δέν ήσαν Ρούμ-Ρωμιοί, συναποτελούσαν απλώς κάποιο αόριστο καί εθνικώς απρόσωπο «Γένος», χωρίς άλλα προσδιοριστικά.

Πολλές ζυμώσεις, συζητήσεις, θέσεις καί αντεγκλήσεις προηγήθησαν, πρίν καθιερωθούν τά ένδοξα ονόματα Ελλάς καί Ελλην. Τό γεγονός αυτό ήταν κοσμοϊστορικής σημασίας, αφού τό ελληνικόν όνομα ανεβίωσε καί επισήμως στήν χώρα όπου εγεννήθη ύστερα από 2000 περίπου έτη ιστορικού ύπνου.
Ο Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος, στήν «Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους» απέδειξεν ότι τό Εθνος αυτό επέζησε τής ρωμαϊκής κατακτήσεως. Δέν απέθανε, είπε, τό 146 π.Χ. γιά νά αναστηθή τό 1821, όπως περίπου ήθελαν νά παραστήσουν οι ξένοι καί εδέχοντο πολλοί κλασσικισταί δικοί μας.
Μετά τήν ρωμαϊκή κατάκτηση καί οπωσδήποτε μετά τό ιστορικό διάταγμα (Constitutio Antoniniana) τού Καρακάλλα τό 212 μ.Χ. όλοι οι κάτοικοι τού κράτους έλαβαν τό όνομα τού Ρωμαίου πολίτου και τά αντίστοιχα δικαιώματα, τά απορρέοντα από αυτό.
Υπό τό όνομα αυτό εκαλούντο καί οι υπήκοοι τής λεγομένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πού δέν ήταν βέβαια Βυζαντινή, αλλά τύποις και ουσία χριστιανικόν Ρωμαϊκόν Κράτος – Imperium Romanum, αργότερα δε καί ελληνιστί Ρωμανία. Οι ελληνόφωνοι καί μή λαοί τής Αυτοκρατορίας διετήρησαν τό όνομα «Ρωμαίοι», αφού άλλωστε τό όνομα τών Ελλήνων ευρίσκετο υπό διωγμόνκαί καταφρόνησιν, ως συνώνυμον τού ειδωλολάτρου, τού Εθνικού. Ειδικώς οι κάτοικοι τής κυρίως Ελλάδος διεκρίνοντο καί μέ το τοπικό όνομα «Ελλαδικοί» ή «Κατωτικοί», όχι πάντως Ελληνες.
Η ιδία κατάσταση συνεχίσθη καί κατά τήν διάρκειαν τής Τουρκοκρατίας, μόνον πού τό όνομα υπέστη μίαν βαθμιαία μετάπτωσι προς τό «Ρωμιός», κυρίως μεταξύ τών ευρέων στρωμάτων τού λαού.

Κατά τούς Τούρκους δυνάστες όλοι οι χριστιανοί ραγιάδες τών ευρωπαϊκών περιοχών ήσαν «Ρούμ» καί η χώρα των Ρούμελη (Rumili =Χώρα τών Ρωμιών), κατ’ αντιδιαστολήν πρός τήν Ανατολίαν (Anadolu), πού περιελάμβανε τάς ασιατικάς επαρχίας.
Η Ρούμελη, καί κατά τούς λογίους Ρωμυλία, περιελάμβανε όλη την χερσαία Βαλκανική, πλήντής Βλαχοβογδανίας, τής Βοσνίας καί εκτός φυσικά τής Κρήτης, τής Κύπρου καί τών νήσων τούΑιγαίου.
Μετά τήν Απελευθέρωσιν, Ρούμελη ως γνωστόν ωνομάσθη από τόν λαό η Στερεά Ελλάς, τό πρώτο χερσαίο τμήμα, πού απεσπάσθη από τά εδάφη τής Ευρωπαϊκής Τουρκίας, τής ευρυτέρας Ρούμελης δηλαδή.

Η ονομασία Ρωμιός χάνει επί τουρκοκρατίας την αίγλη του “αυτοκρατορικού” Ρωμαίος και με τις σκληρές συνθήκες της υπό ζυγόν διαβίωσης αποκτά την χροιά του καταφερτζή, του καπάτσου, του ξύπνιου.
Η έρις περί τό όνομα άρχισε κυρίως μετά τήν Επανάστασιν του 1770, μέ τήν προϊούσαν αφύπνισιν τού Εθνους καί τήν προσδοκίαν τής Παλιγγενεσίας.

Τρία ήσαν τά υποψήφια εθνικά ονόματα: Ρωμιοί, Γραικοί καί Ελληνες. Τό τελευταίο εβαρύνετο από ό,τι ωνόμαζε ο Δημήτρ. Καταρτζής «πρόκριμα», δηλαδή τό προαιώνιον στίγμα τής ειδωλολατρείας…
Ο ευρωπαϊστής Κοραής απέρριπτε τό Ρωμιός καί μεταξύ τών δύο άλλων προέκρινε τό Γραικός,»…επειδη ούτω μάς ονομάζουσι τά φωτισμένα έθνη τής Ευρώπης …», όπως έλεγε. Ελληνας απεκάλει μόνον τους αρχαίους προγόνους.
Εξ άλλου ο φωτιστής τού Εθνους Κοσμάς ο Αιτωλός, αμέσως μετά τά ορλωφικά καί τούς μαζικούς τότε εξισλαμισμούς, διατρέχων απ’ άκρου εις άκρον τήν χώραν, έκήρυττε παντού μέ ένθεον ζήλον: «Νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μαθαίνουν ελληνικά, ….. διότι καί η Εκκλησία μας είναι εις τήν ελληνικήν, καί τό γένος μας είναι ελληνικόν». Γενναίοι καί αφυπνιστικοί λόγοι μέσα εις ένα κλίμα σκοταδισμού, αλλά καί τής τρομοκρατίας τών Τούρκων μετά την αποτυχίατής Επαναστάσεως τού 1770.
Οσο καί άν αυτά τά λόγια φαίνονται σήμερα φυσικά καί αυτονόητα, τό φλογερό κήρυγμα τού Κοσμά στά σκληρά εκείνα χρόνια ήχησε σαν κάτι τό πρωτόγνωρο καί επαναστατικό καί είχε τεραστίαν απήχησιν εις τήν ψυχήν τού λαού καί τήν εθνικήν αυτοσυνειδησίαν.
Πραγματική δρόσος εν ερημία…
Τήν ίδια περίπου εποχή, τό 1768, ο Ευγένιος Βούλγαρις εκθέτει γιατί αυτός προτιμά τό Γραικός, «.. αποφεύγοντες τό μέν Ελληνες διά τήν έμφασιν τής ειδωλοθρησκείας, τό δέ Ρωμαίοι πρός αντιδιαστολήν τών Ρωμάνων».
Οι Φαναριώται, οι πατριαρχικοί κύκλοι, οι προεστοί καί αρκετοί εκ τών κυρίων φορέων τού Διαφωτισμού τού 18ου αιώνος ησθάνοντο Ρωμιοί. Οι Ελληνες τής Κωνσταντινουπόλεως ακόμη καί σήμερα ονομάζονται επισήμως καί υποχρεωτικώς «Ρωμιοί».

Ο Δημήτριος Καταρτζής, στό «Σχέδιο τής Αγωγής τών Παιδιών Ρωμηών καί Βλάχων», εμφανίζεται υπέρμαχος τής «ρωμαϊκιάς γλώσσας», όπως έλεγε τήν κατ’ αυτόν Δημοτικήν. Ο ίδιος διαπιστώνει με δυσφορία τό 1783 τήν επικράτησιν τού ονόματος «Ελληνες» καί απορεί «πώς μερικοί σπουδαίοι (σημ. λόγιοι) τολμούν νά λέν τόν εαυτό τους Ελληνες καί νά μήν τό’ χουν πρόκριμα καθό χριστιανοί, και ατιμία καθό Ρωμηοί;».
Ο Αθανάσιος ο Πάριος (1723-1813), ο κορυφαίος τών «κολλυβάδων» τής εποχής καί προσφάτως (1994) αγιοποιηθείς, προχωρεί ακόμη περισσότερο. Στόχος του είναι «οι ελληνόφρονες», οι δήθεν «ζήλω διαπύρω κινούμενοι υπέρ τής ελευθερίας τού Γένους». Κηρύσσει την «υποταγή στήν θεόσταλτη εξουσία τού Σουλτάνου» καί καταλήγει με τόν ανατριχιαστικόν αφορισμό: «Οι ελληνόφρονες είναι άξιοι μαχαίρας …!».
Απίστευτα πράγματα, πού μάς αφήνουν κυριολεκτικώς άφωνους …
Ηταν εν πολλοίς ανεξήγητο τό μένος αυτών καί μερικών άλλων κατά τών Ελλήνων καί τού ελληνικού ονόματος, όταν μάλιστα τό Εθνος ολόκληρο εστέναζε υπό ξένον βάρβαρον δυνάστην.

Εν πάση περιπτώσει οι παράταιρες αυτές σκέψεις καί άλλες ανάλογες, δείχνουν πολύ παραστατικά τό ιδεολογικό κλίμα καί τήν προβληματική τής προεπαναστατικής περιόδου.
Ο Ρήγας Βελεστινλής χρησιμοποιεί εναλλάξ τούς όρους Ρούμελη και Ελλάς γιά τόν ευρύτερο ελληνικό καί βαλκανικό χώρο, όπως επίσης καί τά ονόματα Ελλην καί Ρωμιός. Στόν Θούριό του πάντως απευθύνεται σέ Ρωμιούς: «Βουλγάροι κι’ Αρβανίτες, Αρμένιοι καί Ρωμηοί..».
Ο Κων. Κούμας προτιμά τό Γραικός, ακολουθών εν προκειμένω τον Κοραήν. Ακόμη καί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στήν επικεφαλίδα της Προκηρύξεως τού Ιασίου (24 Φεβ 1821), πρός «Ανδρας Γραικούς …» απευθύνεται. Παρακάτω όμως αναφέρεται περί Ελλήνων, ενώ ο ίδιος έφερε τόν τίτλον «Γενικός Επίτροπος τού Ελληνικού Εθνους».
Είναι φανερόν λοιπόν ότι η πολυφωνία καί η διάστασις απόψεων ήταν πλήρης. Στά κρίσιμα εκείνα χρόνια τού Διαφωτισμού, τό αναγεννώμενον Εθνος ήταν ακόμη εις αναζήτησιν τής ταυτότητός του.

Από τήν τελευταίαν 20ετίαν τού 18ου αιώνος καί υπό τήν επίδρασιν τού Ευρωπαϊκού Ρωμαντισμού, τά ονόματα Ελλην, Ελλάς αποκτούν σαφές προβάδισμα. Συγχρόνως σημειώνεται μία εντυπωσιακή στροφή πρός τήν ένδοξον ελληνικήν αρχαιότητα, πού εκφράζεται με τίς μαζικές απονομές αρχαίων ονομάτων στά βαπτιζόμενα βρέφη, κάτι γιά τό οποίον τό Πατριαρχείον αντιδρά δι’ έγκυκλίου μέ αυστηρότητα, «… διά τήν καταφρόνησιν τής χριστιανικής ονοματοθεσίας».
Ενας σοβαρός λόγος επικρατήσεως τού ελληνικού ονόματος, ήταν ότι στήν συνείδηση τών υποδούλων τό όνομα Ρωμιός-Ρούμ παρέπεμπε στην τουρκική δεσποτεία καί γι’ αυτό ηθέλησαν μαζί μέ τόν ζυγό να αποτινάξουν καί τό όνομα, πού τόν υπενθύμιζε.
Σημαντικόν ρόλον στήν οριστικοποίησιν τού ελληνικού ονόματος έπαιξε πάντως τό περίφημο πατριωτικό κείμενο «Ελληνική Νομαρχία» (1806), πού θά μπορούσε νά χαρακτηρισθή ως η Βίβλος τού Νέου Ελληνισμού. Στό έργο αυτό γίνεται γιά πρώτη φορά μία σημαντική διάκρισις μεταξύ τών Βυζαντινών-Ρωμαίων αφ’ ενός καί τών Ελλήνων αφ’ ετέρου. Ο Ανώνυμος συγγραφεύς της κάνει παντού λόγο περί Ελλήνων καί μάλιστα σέ εποχή πού τό όνομα δέν είχε ακόμη απαλλαγή τελείως από τό «πρόκριμα», τό στίγμα δηλ. τής ειδωλολατρείας: «Ηγγικε η ώρα, ώ Ελληνες, τής ελευθερώσεως τής πατρίδος !».

Μετά τήν Απελευθέρωσι τά ονόματα Ελλάς, Ελλην κατοχυρούνται συνταγματικώς, ενώ μόνον στό περιθώριον τού εθνικού βίου διετηρήθησαν πλέον τά ονόματα Ρωμιός, Ρωμιοσύνη, Ρωμέϊκο καί μάλιστα μέ διάθεσιν χλευαστική, ευτελιστική. Τό «Γραικός» σχεδόν εκλείπει καί μόνον ποιητική αδεία εμφανίζεται σποραδικώς σέ κείμενα και λόγους.
Ο Ρωμιός καί η Ρωμιοσύνη όμως, αν καί εν περιθωρίω, δέν εξέλιπον τελείως, απεναντίας είχαν κατά καιρούς τούς νοσταλγούς τους. Τό δημοτικιστικό κίνημα από τής εποχής ακόμη τού Ιω. Βηλαρά συνεδέθη όχι απλώς μέ τήν δημοτική, τήν «ρωμέϊκη γλώσσα», αλλά καί μέ τό ίδιο τό όνομα τών Ρωμιών. Δέν είναι καθόλου τυχαίο ότι τό αδιάλλακτο περιοδικό όργανο των δημοτικιστών, πού εξεδόθη τό 1903 από τόν Δ.Π. Ταγκόπουλο, δεν εύρε άλλον τίτλο νά χρησιμοποιήση από τό όνομα τού βασιλέως Νουμά τής Ρώμης, μυθικού προστάτου τών λατινικών γραμμάτων.
Θά μπορούσε βάσιμα νά υποθέση κανείς ότι ο «Νουμάς» αποσκοπούσε νά υπηρετήση τά ρωμαϊκά μάλλον καί όχι τά ελληνικά ιδεώδη.

Ο Γιάννης Ψυχάρης πάλι εθαύμαζε ανεπιφύλακτα τό ρωμαϊκό πνεύμα τής ενότητος καί περιφρονούσε τήν ελληνική τάσι γιά διάσπασι. Εγραφε π.χ. «… όταν ο Μπότσαρης καί οι όμοιοί του ξεσηκώνονταν, υπάκουσαν χωρίς μήτε νά τό ξέρουν σέ μία ρωμαϊκή πολιτική ώθηση». Αντίθετα έβλεπε ότι «η Ακρόπολη μ’ όλη τήν αρχαία της δόξα είναι έτοιμη (άκουσον !) νά πέση νά μάς πλακώση..», όπως γράφει στις πρώτες σελίδες τού «Ταξιδιού» (1888). Ο Ψυχάρης μέχρι τέλους της ζωής του ησθάνετο Ρωμιός καί «η καρδιά του ρωμαίϊκη».
Τίς ίδιες απόψεις εξέφραζαν καί άλλα επιφανή στελέχη του Δημοτικισμού, όπως ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Αλέξανδρος Πάλλης και άλλοι, πολλοί από τούς οποίους ήσαν ομογενείς τής δυτικής διασποράς. Τίς θέσεις τών «ρωμαιοφρόνων» υπεστήριξαν μέ ζήλο καί ο Κωστής Παλαμάς, ο Πέτρος Βλαστός, ο Μένος Φιλήντας, ο Δημήτρης Γληνός καί άλλοι. Μάλιστα οι δύο τελευταίοι ετάχθησαν εις ανύποπτον χρόνον υπέρ τής εισαγωγής τού λατινικού αλφαβήτου εις την γλώσσα μας. Ο Μ. Φιλήντας έγραφε ήδη από τό 1929: «Prepi na grafoume me to latiniko alfavito …».
Ομως οι δημοτικισταί, χάριν τής αληθείας, δέν ήσαν όλοι αλλά ούτε καί οι μόνοι φορείς τής Ρωμιοσύνης, πού ούτως ή άλλως ως ιδεολογικό ρεύμα δέν απέκτησε ποτέ ευρύτερη λαϊκή βάση καί αποδοχή.

Μετά τόν Πόλεμο διαπρύσιος κήρυξ τής Ρωμιοσύνης, μέ έντονο ορθόδοξο προσανατολισμό, υπήρξε ο λογοτέχνης καί αγιογράφος Φώτης Κόντογλους, πού επηρέασε πολλούς από τούς επιγενομένους. Μεσολαβεί μία περίοδος υφέσεως, χωρίς πάντως τό ζήτημα νά φαίνεται εξαντλούμενον. Τά τελευταία χρόνια άρχισε πάλι νά επανέρχεται καί μάλιστα από ετεροκλήτους φορείς. Η ένταξις τής χώρας στήν ΕΟΚ καί τώρα στήν ΕΕ, προσέφερε ένα νέο πεδίον αναζητήσεων εις τους απανταχού «ρωμαιόφρονας». Πρίν λίγα χρόνια ο ομογενής Ιω. Ρωμανίδης (προφανώς επίκτητο όνομα), επανέφερε τό θέμα κάτω από ένα άλλο ευρύτερο πρίσμα, μέ τό βιβλίο του «Ρωμαιοσύνη» (Θεσσαλονίκη, 1975), πού σήμερα αποτελεί σημείον αναφοράς γιά πολλούς ομοϊδεάτας του. Κατ’ αυτόν, υπό τόν όρον «Ρωμαιοσύνη» νοείται ολόκληρος ο Ελληνορωμαϊκός Κόσμος, ιστορικό καί πολιτιστικό πλαίσιον εις τό οποίον οφείλει νά ενταχθή τό Εθνος. Μέ βαρύ όμως τίμημα: τήν θυσία τού εθνικού ονόματος …
Ακόμη η βυζαντινολόγος της Σορβόννης Ελένη Γλύκατζη-Ahrweiler, θά επιθυμούσε εμείς οι Νεοέλληνες νά χρησιμοποιούμε πιό συχνά τον εθνικό χαρακτηρισμό «Ρωμιοί» (Ρωμαίοι) αντί τού «Ελληνες».

Τέτοιες παράδοξες άν όχι εκτρωματικές απόψεις, είναι βέβαιον ότι θά πυκνώσουν στό προσεχές μέλλον, κυρίως υπό τήν επήρειαν ή καί τήν πίεσιν πού ασκεί η Ευρωπαική Ενωσις (ΕΕ). Ο κίνδυνος αφελληνισμού είναι μεγάλος καί ο κρυφός πόθος τών Κοινοτικών είναι η επιβολή τού λατινικού αλφαβήτου, καθώς θεωρούν τό ελληνικό αλφάβητο εμπόδιο στήν ευρωπαϊκή ολοκλήρωσιν. Η ανάγκη λοιπόν εθνικής εγρηγόρσεως είναι επιβεβλημένη.
Ο φόβος όμως μιάς αφομοιώσεως από τήν ευρωπαϊκή καί καθολική Δύσι, ώθησε μερικούς άλλους στό άλλο άκρο.
Από τίς αρχές τής δεκαετίας ’90 κάποιοι νοσταλγοί τής Ρωμιοσύνης καί τής Ορθοδοξίας κάνουν τήν παρουσία τους μέ οράματα τριτοκοσμικά καί μάλιστα αναμειγνύουν στίς αρχές τους τήν ιδέα της ελληνο-τουρκικής συνεννοήσεως μέ στόχο τήν συνομοσπονδία καί την παράλληλη απόρριψι τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ενας εκ τών κυρίων εκφραστών τής νέας αυτής τάσεως, πού έχει όλα χαρακτηριστικά ενός ορθοδόξου φουνδαμενταλισμού, ανατρέχει στην «πονεμένη Ρωμιοσύνη, όπως μάς τήν έδωσε μέ τό έργο του ο Φώτης Κόντογλους» καί εν συνεχεία διατυπώνει τήν παράδοξη όσο και «μαζοχιστική» άποψη ότι η Ορθοδοξία είναι φορεύς μιάς κοσμοθεωρίας «πόνου, πάθους καί θανάτου». Θεωρεί ότι επί Τουρκοκρατίας η Ρωμιοσύνη εγνώρισε τήν καλλίτερη περίοδο, επειδή παρείχετο η δυνατότης στούς Ορθόδοξους Ρωμιούς, νά θανατώνωνται μαρτυρικά γιά τήν πίστι τους! Πιστεύει ακόμη ότι η Επανάστασις τού 1821 ήταν δημιούργημα φθόνου, πού έτρεφε προς αυτήν τήν προνομιούχο κατάσταση τής Ρωμιοσύνης η Δύσις καί ο Πάπας!
Εδώ βέβαια αναβιβάζεται εις υψίστην ιδεολογικήν αρχήν η εθελοδουλεία καί τό περιβόητο «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω …».

Ο ίδιος διάκειται μέ άκραν εμπάθειαν πρός τήν κλασσικήν Ελλάδα τής αρχαιότητος, ενώ ο Αδαμ. Κοραής, πού αφύπνισε τήν ελληνική εθνική συνείδησι τό 1821, θεωρείται ο ….καταστροφεύς τής Ρωμιοσύνης.
Οπισθεν ολοταχώς λοιπόν πρός τήν Τουρκοκρατία, χάριν τού «πόνου, τού πάθους καί τού θανάτου» διά τήν Ορθοδοξίαν …!

Υπάρχει όμως καί συνέχεια.
Τήν έννοια τού Εθνους θεωρεί «φαντασίωση καί διαστροφή, …επειδή απομακρύνει τούς Ελληνες από τήν αίσθηση τού θανάτου γιά τόν Θεό τους!». Η ιδέα τής οικονομικής αναπτύξεως είναι φενάκη καί προβάλλεται η «εσκεμμένη οικονομική υπανάπτυξη τής χώρας».
Καί άλλα τέτοια διάστροφα καί εξαμβλωματικά.
Αλλά καί κάποιοι ευάριθμοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί, προφανώς δέσμιοι ενός εώλου βυζαντινισμού, επιμένουν τώρα τελευταία στήν «ρωμεϊκότητα» τού Νέου Ελληνισμού καί θά ήθελαν τουλάχιστον εμείς οι Ελληνες νά μή ξεχνούμε ότι δέν παύομε νά είμαστε και Ρωμιοί. Τά φαινόμενα αυτά έχουν πληθυνθή προσφάτως καί οι ιδέες αυτές, πού ενθυμίζουν ολίγον Δημ. Καταρτζήν καί Αθανάσιον Πάριον, έχουν βρεί φιλόξενο βήμα στούς διαφόρους τηλεοπτικούς σταθμούς, διά τό αλλόκοτον τού πράγματος. Μερικοί από τούς ιερωμένους φορείς τής ιδέας είναι συγχρόνως και πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι, ενώ συναφείς απόψεις εξέφρασε κατά καιρούς καί ο Γραμματεύς τής Ιεράς Συνόδου Ιω. Χατζηφώτης και μάλιστα μέ τό άρθρο του «Γιά τήν Ορθοδοξία καί τήν Ρωμιοσύνη».

Είναι όμως αυτονόητον ότι αυτοί οι ολίγοι πάντως εκπρόσωποι δέν απηχούν τίς θέσεις τής επισήμου Εκκλησίας τής Ελλάδος, όταν μάλιστα ο Ελληνοχριστιανικός Ανθρωπισμός υποτίθεται ότι αποτελεί σήμερα τήν κρατούσαν εθνικήν ιδεολογίαν.

Τό ζήτημα αυτό τών Ρωμιών καί τής Ρωμιοσύνης πρέπει κάποτε να αντιμετωπισθή οριστικώς καί τελεσιδίκως, διότι πέραν τής συγχύσεως πού δημιουργεί, ρίπτει σκιές στήν φυλετική μας ταυτότητα και στήν εθνική μας επάρκεια. Καί πρέπει νά λεχθή ότι ο Ρωμιός σε καμμία περίπτωσι δέν είναι συνώνυμος μέ τόν Ελληνα ιδίως σήμερα, ύστερα από σχεδόν 170 έτη ελευθέρου ελληνικού βίου.

Καί με τήν ευκαιρία αυτήν, πρέπει νά γίνη οριστικός διαχωρισμός μεταξύ Ρωμιοσύνης καί Ελληνισμού, διότι οι έννοιες δέν ταυτίζονται. Ρωμιοσύνη είναι τό Γένος εν δουλεία καί ο Ρωμιός είναι ραγιάς, ενώ η Ελλάς πού απετίναξε μέ αγώνες τήν στυγνή δουλεία, γράφει ήδη τήν ιστορία της, ως ελεύθερο καί επίλεκτο μέλος της κοινωνίας τών εθνών.
Εξ άλλου ο Ρωμιός ως έννοια σήμερα, έχει καταντήσει νά θεωρήται κακέκτυπον τού Ελληνος, συνώνυμο τής παθητικότητος, τής κακομοιριάς καί τής μιζέριας. Ελλην τής παρακμής.

Ο ελληνολάτρης Περικλής Γιαννόπουλος, αντικρούων τούς «ρωμαιόφρονας», έλεγεν ότι καί μόνη η χρήσις τού υβριστικού επιθέτου «Ρωμιός», αρκεί γιά νά δείξη τό μέγεθος τής καταπτώσεως τών Ελλήνων.
Επιτακτική ανάγκη λοιπόν γιά τό Εθνος, νά ξαναγίνη ο «Ρωμιός», Ελλην!
Ο Περ. Γιαννόπουλος ουδέποτε έπαυσε νά είναι επίκαιρος καί ο αφορισμός του αυτός, πρίν ένα περίπου αιώνα, αποτελεί καί σημερινό αίτημα τού Εθνους.

ΠΗΓΗ : Το Ελληνικό Γένος δια πυρός και σιδήρου

Το παλαιότερο” Γραικός “ γηραιός, ατλαντικά φύλα Βοιωτία
το μετατλαντικό “Ρωμιός” τρωικές υποφυλές, δούλος της Α και Β Ρώμης και Γ¨ Ρώμης κλπ
το νεότερο Πολίτης Οπλίτης “Έλλην”, Γαλαξιακά φύλα, δούλος και υπήκοος κανενός ,Λίθος Φωτός
ως εκ του Ηλίου Ζωοδότης Λαμπερό
ς

Αστραία

Τι σημαίνει το όνομα » Έλλην»

Γιατί Έλληνες και από πότε; Από το Έψιλον στο Νι

την μεταντλαντική μεταποσειδώνεια Εποχή

Ελ σημαίνει θεός δαίμων. Οι Σημίτες έχουν την συλλαβή στο τέλος της λέξης, Γαβριέλ, Μιχαέλ, οι Έλληνες στην Αρχή της λέξης. Οι Έλληνες αρχίζουν με τον θεό, οι Εβραίοι τελειώνουν με αυτόν. Ο λόγος και η διαφορά είναι ότι οι Έλληνες εκφωνούν τα φωνήεντα στη δημιουργία του σύμπαντος μετατρέποντας το Λ σε σημαντικό φωνήεν Έψιλον και -Ελ συλλαβή, ως θεοί με ανεπτυγμένες Νοητικές ικανότητες και οι Εβραίοι και οι εκβραϊσμένοι λαοί προσκυνούν τον θεό ως δούΛοι του σε τυφλή υποταγή, γιατί ο θεός δεν επιτρέπει την Νόηση. Την φοβάται και την απαγορεύει. Είναι διαφορά αντίληψης που αρχίζει με το σημαντικό φωνήεν Έψιλον και τελειώνει στο νοητικό Ν στην Ελληνική γλώσσα και που δεν πρέπει να καταργηθεί και να εκφωνείται πρωτίστως με πυγμή , πάντα όρθια σε στάση ευθυτενή : ΕΛΛΗΝ, αυτό αρκεί.

Οι Έλληνες ήταν γνωστοί με αρκετά διαφορετικά ονόματα στην ιστορία. Οι πολεμιστές που έπεσαν στις Θερμοπύλες έπεσαν ως Έλληνες. Στην Καινή Διαθήκη αποκαλούνται «Ελληνιστές» οι ελληνίζοντες Ιουδαίοι και «Έλληνες» οι οπαδοί της ελληνικής εθνικής θρησκείας. Στη Βυζαντινή εποχή αναφέρονται επίσημα, αλλά και ανεπίσημα, ως Ρωμαίοι, με το κράτος να ονομάζεται «Βασιλεία Ρωμαίων», ενώ οι γείτονές τους στη Δυτική Ευρώπη τους ονόμαζαν Γκραίκους (Greci). Κάποιοι σχολαστικοί της νεοπλατωνικής ιδεολογίας, όπως για παράδειγμα ο Πλήθων Γεμιστός (15ος αιώνας), τους ονόμαζαν Έλληνες, ενώ βασικά «Έλληνες» πριν τον 18ο αιώνα ονομάζονταν οι Αρχαίοι Έλληνες. Στους Άραβες και Τούρκους ονομάζονται Αλ Ρουμ (Ρωμαίοι).
Στην Ιλιάδα του Ομήρου, οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις περιγράφονται με τρία διαφορετικά ονόματα: Αργείοι, Δαναοί και Αχαιοί, και όλα με την ίδια έννοια. Από τα παραπάνω ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται 170 τουλάχιστον φορές, ο δεύτερος 148 και ο τρίτος 598 φορές.

Οι Αργείοι είναι πολιτικός όρος που προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Οι Δαναοί είναι το όνομα που αποδίδεται στη φυλή που εξουσιάζει αρχικά την Πελοπόννησο και την περιοχή κοντά στο Άργος. Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που, ενισχυμένη από τους Αιολείς, κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη, επικεντρωμένοι γύρω από την πρωτεύουσά τους, τις Μυκήνες.

Έλληνες
Κατά την διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, οι Έλληνες ήταν μια σχετικά μικρή αλλά δυνατή φυλή στην Φθία της Θεσσαλίας, συγκεντρωμένοι στις πόλεις Άλος, Αλώπη, Τροιχίνα και στο Πελασγικό Άργος. Όμως στα ομηρικά έπη συναντάται η λέξη «πανέλληνες» με την έννοια του συνόλου των Ελλήνων.

Διάφορες ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη λέξη Έλληνας, αλλά καμία δεν είναι ευρέως αποδεκτή -Σαλ, προσεύχομαι’ έλλ, ορεινός’ σελ, φωτίζω. Μια πιό πρόσφατη μελέτη συνδέει το όνομα με την πόλη Ελλάς, δίπλα στον ποταμό Σπερχειό, που λεγόταν επίσης Ελλάς στην αρχαιότητα.

Ωστόσο, είναι γνωστό με σιγουριά ότι οι Έλληνες έχουν σχέση με τους Σελλούς, τους ιερείς της Δωδώνης στην Ήπειρο. Ο Όμηρος περιγράφει τον Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δωδώνιο Δία ως τον αρχέγονο Θεό: «Βασιλέα Ζευ, φώναξε, Άρχοντα της Δωδώνης, θεέ των Πελασγών, που κατοικούν μακριά, που έχεις τη χειμωνιάτικη Δωδώνη κάτω από την εξουσία σου, όπου οι Ιερείς σου οι Σελλοί κατοικούν γύρω σου με τα πόδια τους άπλυτα και τα καταλύματά τους πάνω στο έδαφος.»

Από την Ήπειρο στη Φθία

Ο Πτολεμαίος αποκαλεί την Ήπειρο αρχέγονη Ελλάδα και ο Αριστοτέλης αναφέρει για την ίδια περιοχή ότι συνέβη ένας αρχαίος κατακλυσμός «στην αρχαία Ελλάδα, μεταξύ της Δωδώνης και του Αχελώου ποταμού […], τη γη που κατείχαν οι Σελλοί και οι Γραικοί, που αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως Έλληνες», (οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ’ Έλληνες). Η θέση, συνεπώς, ότι οι Έλληνες ήταν φυλή από την Ήπειρο η οποία αργότερα μετανάστευσε προς τα νότια στην Φθία της Θεσσαλίας, επαληθεύεται. Η επέκταση μιας συγκεκριμένης λατρείας του Δία στη Δωδώνη, η τάση των Ελλήνων να σχηματίζουν ακόμη μεγαλύτερες κοινότητες και αμφικτυονίες, καθώς και η αυξανόμενη δημοτικότητα της λατρείας των Δελφών, είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του ονόματος στην υπόλοιπη ελληνική χερσόνησο, αργότερα πέρα από το Αιγαίο πέλαγος, στην Μικρά Ασία και τελικά προς δυσμάς στη Σικελία και τη νότια Ιταλία, οι οποίες ήταν γνωστές με τον όρο Μεγάλη Ελλάδα.

Η λέξη Έλληνες με την ευρύτερη σημασία της απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή αφιερωμένη στον Ηρακλή για τη νίκη του στις Αμφικτυονίες και αναφέρεται στην 48η Ολυμπιάδα (584 π.Χ.). Φαίνεται πως παρουσιάστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σταδιακά καθιερώθηκε μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.

Μετά τον πόλεμο εναντίον των Περσών, αναρτήθηκε επιγραφή στους Δελφούς για τη νίκη εναντίον των Περσών η οποία υμνεί τον Παυσανία ως αρχηγό των Ελλήνων. Η συνείδηση της πανελλήνιας ενότητας προωθείτο μέσω θρησκευτικών εκδηλώσεων, με σημαντικότερη τα Ελευσίνια Μυστήρια, στην οποία οι μυημένοι έπρεπε να μιλούν ελληνικά, και βέβαια μέσω της συμμετοχής στους τέσσερις Πανελλήνιους Αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Απαγορευόταν η συμμετοχή στις γυναίκες και στους μη-Έλληνες. Ορισμένες εξαιρέσεις σημειώθηκαν πολύ αργότερα, όπως για παράδειγμα για τον Αυτοκράτορα Νέρωνα και ήταν αδιαμφισβήτητα ένδειξη της ρωμαϊκής ηγεμονίας.

Γραικοί
Η σύγχρονη αγγλική λέξη Greek προέρχεται από τη λατινική Graecus, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Γραικός, το όνομα φυλής Βοιωτών που μετανάστευσε στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.. Με αυτό το όνομα ήταν γνωστοί οι Έλληνες στη Δύση. Ο Όμηρος, κατά την απαρίθμηση των βοιωτικών δυνάμεων στην Ιλιάδα (Κατάλογος των Νηών), παρέχει την πρώτη γραπτή αναφορά για μια πόλη της Βοιωτίας με το όνομα Γραία και ο Παυσανίας αναφέρει ότι Γραία ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης της Τανάγρας. Η Κύμη, πόλη δυτικά της Νεάπολης και νότια της Ρώμης, ιδρύθηκε από Κυμείς και Χαλκιδείς, καθώς και κατοίκους της Γραίας. Στην επαφή τους με τους Ρωμαίους ίσως και να οφείλεται η λατινική ονομασία Graeci για όλες τις ελληνόφωνες φυλές.

Το Σολέτο είναι μια από τις εννιά ελληνόφωνες πόλεις στην επαρχία της Απουλίας, στην Ιταλία. Οι κάτοικοι είναι απόγονοι του πρώτου κύματος του Ελληνικού Αποικισμού στην Ιταλία και τη Σικελία τον 8ο αιώνα π.Χ. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούν προέρχεται από την Δωρική των πρώτων αποίκων, αλλά αναπτύχθηκε ξεχωριστά από την Ελληνιστική Κοινή. Οι ίδιοι οι κάτοικοι αποκαλούνται Grekos, από το λατινικό Graecus, και θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες.
Ο Αριστοτέλης, η αρχαιότερη πηγή που αναφέρει τη λέξη αυτή, δηλώνει ότι κατακλυσμός «σάρωσε» την κεντρική Ήπειρο, περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αποκαλούνταν Γραικοί κι αργότερα ονομάζονταν Έλληνες. Στη Μυθολογία, ο Γραικός είναι ξάδερφος του Λατίνου και η λέξη μάλλον σχετίζεται με τη λέξη γηραιός, που ήταν ο τίτλος των ιερέων της Δωδώνης. Ονομάζονταν επίσης Σελλοί, κάτι που δείχνει τη σχέση μεταξύ των δυο βασικών ονομασιών των Ελλήνων. Η επικρατούσα θεωρία για τον αποικισμό της Ιταλίας είναι ότι τμήμα κατοίκων της Ηπείρου διέσχισαν τη Δωδώνη και μετοίκησαν στη Φθία και έγιναν γνωστοί ως Έλληνες, η φυλή που οδήγησε στην Τροία ο Αχιλλέας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναμείχθηκαν με άλλες φυλές που κατέφτασαν αργότερα, χωρίς όμως να χάσουν το όνομά τους. Από εκεί ταξίδεψαν δυτικά προς την Ιταλία, πριν καταφτάσει το πρώτο κύμα αποικισμού στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.

Ο Ι. Φουράκης λέει στο βιβλίο του
Εβραίοι: Πλαστογράφοι τής ελληνικής ιστορίας, έκδ. Τάλως, σελ. 41:
ΤΟ ΟΝΟΜΑ Έλλην, ή Έλ-λην, ή Έλλαν τής δωρικής και αιολικής, είναι σύνθετο. Η ρίζα του είναι το «Έλ» και το θέμα του το «λην» ή «λαν». Το πρώτο συνθετικό, το «Έλ»-, είναι η αντωνυμία «αν», αρχή τού είναι, ή τού νοείν (ην) παρατατικός τού ρήματος «ειμί», «ημί» = (ησί, ήσι, ητί), ήμην = (ήμαι), κ.λ.π. που σημαίνουν: Ο Ένας. Εγώ. Ο Μοναδικός. Ο Άναξ-Βασιλεύς-Άρχων. Ο Ισχυρός. Ο Δυνατός. Ο Ρωμαλέος. Ο Νεβρός (Νεογέννητος). Ο Φωτεινός. Ο Φωτοδότης, [π.χ. α) Έλ-λάμπω-Αστράπτω, φωτίζω μέσα ή επάνω μου, μέσα λαμπρύνω το όνομά μου, γίνομαι περίφημος, β) Έλ-λαμπρύνω-Έλ-λάμπω-Αστράπτω, φωτίζω μέσα ή επάνω μου, – (εν) Κάμνω τι λαμπρόν μέσα, συνθ. κατά μέσ. διάθ. Γίνομαι λαμπρός, ένδοξος, καυχώμαι δια τι]. ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ συνθετικό, το «λην» ή «λαν» είναι τύπος τού δωρικού ρήματος Λάω=Λαός που παράγεται από το «Λω». Το «Λάω», στο β΄ και γ΄ πρόσωπο τού ενικού γίνεται «λης» και «λη» και στον γ΄ πληθ. «λώμε» και «λώντι». (Ο Μύθος τού Δευκαλίωνος Κατακλυσμού μάς λέει: «Ο Έλ-λην γεννήθηκε από τον λίθο που πέταξε, κατόπιν οδηγιών τού Δία, ο Δευκαλίων». Λίθος λέγεται ο «λάα» και «λάα» σημαίνει Λαός.

Έλληνες ο Ενδελεχής Λαός, Λίθος Φωτός μας εξηγεί φωνητικώς με το Σίγμα και το Νι τις περιπέτειες του στο Σύμπαν ενδελεχώς

Αστραία