Ωοτοκία και Ζωοτοκία της Λήδας

Ατλαντογενέσεις στο Καινοζωικό
Από τον Δία και την Δανάη στον Δία και τη Λήδα στη Γαία .Στον μέγα Ταυ- γέτο της προσελήνου Αρκαδικής γαίας, της Ατλαντικής Ταυγέτης

Λήδα

στην Ελληνική Μυθολογία, ήταν μυθική βασίλισσα της Σπάρτης, σύζυγος του Τυνδάρεω ( αυτός που δέρνει καλά, τυν συν και δέρνω ) και εξ αυτού μητέρα της Φοίβης, της Φιλονόης, της Τιμάνδρας, της Κλυταιμνήστρας, καθώς επίσης και εκ Διός μητέρα των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη και της Ωραίας Ελένης, από τη γέννηση των οποίων, που αναφέρεται ως «ωοτοκία».
Όταν ο Δίας την είδε στον Ταΰγετο ή στη μικρή νησίδα «Πέφνον» προ των θαλαμών, την ερωτεύθηκε και ζητώντας τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, η οποία τον μεταμόρφωσε σε Κύκνο λαμβάνοντας η ίδια μορφή αετού καταδιώκοντάς τον. Τους είδε η Λήδα και αισθανόμενη συμπάθεια προς τον κύκνο έσπευσε να τον σώσει παίρνοντάς τον μέσα στην αγκαλιά της. Λίγο αργότερα η Λήδα κατά άλλους γέννησε δύο αυγά. Από το ένα βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη (τα παιδιά του Δία) κι από το άλλο ο Κάστωρ και η Κλυταιμνήστρα (τα παιδιά του Τυνδάρεω).
Αργότερα ο μύθος αυτός της «ωοτοκίας της Λήδας» συνυφάνθηκε με παρόμοιο μύθο της Νέμεσης εκ του οποίου και παράχθηκε η θεοποίηση της Λήδας και η ταύτισή της με τη Νέμεση.
Λίνδος

Ο παράλιος οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη νοτιανοτολική πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χιλ. από την πόλη της Ρόδου. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τις Δαναϊδες, τις 50 κόρες του επώνυμου ήρωα των Αργείων Δαναού, που έκτισαν στη Λίνδο ναό της Αθηνάς ερχόμενες στο νησί από την Αίγυπτο όπου ζούσαν.
Η Λυδία

Λουδία (Ασσυριακά: Luddu, Ελληνικά: Lydia, Τουρκικά: Lidya) ήταν ένα αρχαίο βασίλειο στην κεντρική Μικρά Ασία που βρέθηκε σε μεγάλη ακμή την Εποχή του Σιδήρου με την πρωτεύουσα Σάρδεις που ίδρυσε ο βασιλιάς Γύγης τον 7ο αιώνα π.Χ.

Θηλαστικά
Σπονδυλωτά όπως τα πτηνά γεννούν αυγά (ωά) και γι’ αυτό ονομάζονται ωοτόκα. Τα θηλαστικά γεννούν μικρά (ζώα) και γι’ αυτό λέγονται ζωοτόκα. Ορισμένα σπονδυλωτά, όπως ο καρχαρίας, κρατούν τα αυγά τους μέσα στο σώμα τους μέχρι να εκκολαφθούν και, τελικά, από το σώμα τους βγαίνουν μικρά. Τα ζώα αυτά ονομάζονται ωοζωοτόκα.
Τα θηλαστικά είναι εκείνη η ομάδα ζώων που τρέφουν τα νεογνά τους με γάλα που παράγεται από ειδικούς γαλακτογόνους αδένες, τους μαστούς. Είναι τα πιο εξελιγμένα ζώα, καθώς έχουν μεγάλο μέγεθος εγκεφάλου, αναπτυγμένο νευρικό σύστημα και αυξημένη νοημοσύνη. Πρόγονός τους ήταν ένα είδος ερπετού, το οποίο έζησε πριν από 155 εκατομμύρια χρόνια.
Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι το σώμα τους καλύπτεται με τρίχες και φέρει ιδρωτοποιούς και σμηγματογόνους αδένες, ζωοτόκα. Είναι ομοιόθερμα, δηλαδή η θερμοκρασία του σώματός τους διατηρείται σταθερή (36–38°C), ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Τα θηλαστικά (Mammalia, είναι μία ομοταξία ομοιοθέρμων αμνιωτών. Κάποια από τα χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν από τα άλλα αμνιωτά, τα ερπετά και τα πουλιά, είναι η ύπαρξη τριχώματος, τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού, οι μαστικοί αδένες στα θηλυκά, και ένα νεοφλοιό (μια περιοχή του εγκεφάλου). Ο εγκέφαλος των θηλαστικών ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος και το κυκλοφορικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς. Θηλαστικά είναι τα μεγαλύτερα ζώα στον πλανήτη, οι μπαλενόπτερες φάλαινες, καθώς και μερικά από τα πιο έξυπνα, όπως οι ελέφαντες, ορισμένα πρωτεύοντα και κάποια κητώδη. Ο βασικός τύπος σώματος είναι τετράποδο χερσαίο ζώο, αλλά μερικά θηλαστικά έχουν προσαρμοστεί να ζουν στη θάλασσα, στον αέρα, στα δέντρα, ή στα δύο πόδια. Η μεγαλύτερη ομάδα των θηλαστικών, τα πλακουντοφόρα, έχουν ένα πλακούντα που τροφοδοτεί το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το μέγεθος των θηλαστικών κυμαίνεται από 30-40 χιλιοστόμετρα (νυχτερίδα της Ταϊλάνδης) έως 33 μέτρα (γαλάζια φάλαινα).
Η ονομασία θηλαστικά ετυμολογείται από τo ελληνικό ρήμα θηλάζω κατ’ αντιστοιχία της λατινικής λέξης mammalis που προέρχεται από τη λέξη mamma που σημαίνει μαστός και δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο το 1758. Τα θηλυκά θηλαστικά τρέφουν τα νεογνά τους με γάλα, το οποίο παράγουν από τους ειδικούς αδένες, τους μαστικούς αδένες. Γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται και μαστοφόρα.
Οι πρώιμοι συναψιδωτοί πρόγονοι των θηλαστικών ήταν σφηνακοδόντιοι πελυκόσαυροι, μία ομάδα που περιελάμβανε επίσης τον Διμετρόδοντα. Στο τέλος της Λιθανθρακοφόρου περιόδου, αυτή η ομάδα απέκλινε από την γραμμή των σαυρόψιδων που οδήγησε στα σημερινά ερπετά και πτηνά. Πριν από ποικίλες ομάδες μη θηλαστικών συναψιδωτών (μερικές φορές αναφέρονται ως θηλαστικόμορφα ερπετά), τα θηλαστικά εμφανίστηκαν την πρώιμη Μεσοζωική εποχή. Οι σύγχρονες τάξεις των θηλαστικών εμφανίστηκαν την Παλαιογενή και την Νεογενή περίοδο του Καινοζωικού αιώνα.
Ατλατογενή

Atlantogenata είναι κλάδος των θηλαστικών στην Νότια Αμερική και την Αφρική , αντίστοιχα, πιθανώς στην Κρητιδική .
Λήδα Λίντα Λίνδα, Λίνδος Λυδία
ἀλινδέω ή ἀλίνδω, κάνω κάτι να κυληθεί
ἀλινδῆθραι ἐπῶν, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις,
λῆδος, Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα
ἀλινδῆθραι ἐπῶν σε κυλιόμενες λέξεις
Αστραία

Θηλαστικά, Ωοτοκία, Ζωοτοκία, Ωοζωτοκία, Καινοζωικός, Ατλαντογενή, Ταύγετος, Λήδα, Λίνδος Λίνδα Λίντα Λυδία

Η Παγγαία μωρό

 έμβρυο στο αμνιακό υγρό
της κοσμικής θάλασσας της αντίληψης
Η Παγγαία και η εποχή των θηλαστικών
όταν άρχισε ο χρόνος να μετρά στη στεριά
και ο Κρόνος να καταπίνει όλα τα μωρά
Τα θηλαστικά είναι μία ομοταξία ομοιοθέρμων αμνιωτών. Κάποια από τα χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν από τα άλλα αμνιωτά, τα ερπετά και τα πουλιά, είναι η ύπαρξη τριχώματος, τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού, οι μαστικοί αδένες στα θηλυκά, και ένα νεοφλοιό (μια περιοχή του εγκεφάλου). Ο εγκέφαλος των θηλαστικών ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος και το κυκλοφορικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς. Θηλαστικά είναι τα μεγαλύτερα ζώα στον πλανήτη, οι μπαλενόπτερες φάλαινες, καθώς και μερικά από τα πιο έξυπνα, όπως οι ελέφαντες, ορισμένα πρωτεύοντα και κάποια κητώδη. Ο βασικός τύπος σώματος είναι τετράποδο χερσαίο ζώο, αλλά μερικά θηλαστικά έχουν προσαρμοστεί να ζουν στη θάλασσα, στον αέρα, στα δέντρα, ή στα δύο πόδια. Η μεγαλύτερη ομάδα των θηλαστικών, τα πλακουντοφόρα, έχουν ένα πλακούντα που τροφοδοτεί το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το μέγεθος των θηλαστικών κυμαίνεται από 30-40 χιλιοστόμετρα (νυχτερίδα της Ταϊλάνδης) έως 33 μέτρα (γαλάζια φάλαινα). Ο άνθρωπος ανήκει στη οικογένεια ομοταξία αυτή. Το θηλυκό ΧΧ έχει μήτρα κοιλότητα και μαστούς για να κυοφορήσει το έμβρυο να το θρέψει και να το συντηρήσει. Το αρσενικό  ΧΥ δεν έχει. Ο ρόλος του είναι να  προστατεύσει και το θηλυκό και το μωρό. Τα  αρσενικά είναι γενναίοι υπερασπιστές και τα θηλυκά διατροφικοί συντηρητές. Όταν δεν καταλαβαίνουν τον ρόλο τους δεν υπάρχει μέλλον για το είδος τους.

Η ονομασία θηλαστικά ετυμολογείται από τo ελληνικό ρήμα θηλάζω κατ’ αντιστοιχία της λατινικής λέξης mammalis που προέρχεται από τη λέξη mamma που σημαίνει μαστός και δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο το 1758. Τα θηλυκά θηλαστικά τρέφουν τα νεογνά τους με γάλα, το οποίο παράγουν από τους ειδικούς αδένες, τους μαστικούς αδένες. Γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται και μαστοφόρα.
Από τα μεγάλα μαστοφόρα θηλαστικά έως τους μαστούς της Ποτνίας Κρητικής θεάς οι μαστοί της Γαίας Ρέας Ήρας έθρεψαν τους Ηρακλείδες  αθλοφόρους  αθλητές από την εποχή του homo sapiens μέχρι τους Οδυσσείς  ουσίας  φαιής.

Ας τους μελετήσουμε  προσεκτικά  ως σοφά θηλαστικά. Όσα έχουν απομείνει και πατούν όρθια σε λογική στεριά και, δεν έχουν βυθιστεί στα ρηχά και βαθιά ποσειδώνια νερά.

Αστραία

 

Παγγαία Μωρό Έμβρυο Θηλαστικά Μαστοφόρα Μαστοί Αρσενικό Θηλυκό Βιολογία Γεωλογία Ελληνική Μυθολογία Κρόνος Γεωλογικός Χρόνος Γαία Ρέα Ήρα Ηρακλής Οδυσσέας homo sapiens