Σοφία και Νηφαλιότητα
«Αρχή σοφίας της αγνοίας η γνώσις». Κλεόβουλος
Πολλά έχουν λεχθεί για τους επτά σοφούς της Ελλάδος, γνώμες που διίστανται και τριίσταται για το πόσοι ήταν και ποιοι ήταν ακριβώς.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ήταν ο συνολικός πλούτος της σκέψης τους και της σοφίας τους η οποία διαφοροποιείται από την προηγούμενη κατάσταση της πρωτόγονης βουκολικής Λεμουρίας αλλά και της πιο ανεπτυγμένης της Ατλαντίδας.
Αυτό σημαίνει πως στην Αρχαία Ελλάδα ανυψώνονται οι στύλοι της Σοφίας σε κίονες δωρικού ρυθμού του ναού της Σοφίας με μέτρο τον άνθρωπο και όχι τον Θεό και στη σωστή απόσταση των κιόνων.
Η Σκέψη και η Σοφία τους χαρακτηρίζεται από τρία κατάρτια στο αβύθιστο πλοίο των Ελλήνων.
1.Το ένα είναι το λακωνικό, το συμπυκνωμένο, το ακριβές, όχι ενεργοβόρες φλυαρίες και σεντόνια θεολογίας. Αν κάτι μπορείς να πεις με δυο λόγια γιατί να πεις με εκατό αδολεσχίες. Μόνο οι απατεώνες φλυαρούν ατέλειωτα ομιλούν στα τηλεπαράθυρα και μπουρδολογούν γιατί θέλουν να καλύψουν την απάτη, φαινόμενο πολύ συχνό και επί των ημερών μας.
2.Το δεύτερο είναι το απλό, όχι το απλοϊκό, το λιτό, το λευκό το απέριττο το φωτεινό. Όχι το μαύρο, κολάσεις απειλές τρομοκρατίες θεϊκές υποσχέσεις παραδείσους και θεϊκές δοξολογίες και λαγνείες.
3.Το τρίτο είναι το ανθρώπινο, το πολύ ανθρώπινο, με μέτρο τον άνθρωπο. Οι θεοί αναφέρονται με νηφαλιότητα απρόσωπα ουδέτερα ως θείον και …..ελάχιστα. Είναι στη σωστή απόσταση από αυτό.
Αυτή είναι καταπληκτική σκέψη και Σοφία των Ελλήνων που δεν συναντάται πουθενά αλλού σε καμία ιστορία και μυθολογία και αποτέλεσε τη βάση για το Ελληνικό Θαύμα που ανύψωσε τον άνθρωπο στη κορυφή του Homo Sapiens.
Ας συγκρίνει κάποιος τη Σοφία Σολομώντος και την Σοφία Σειράχ από την Παλαιά Διαθήκη και τους Μακαρισμούς από την Καινή Διαθήκη με αντικειμενική καθαρή ματιά και με το χέρι στη καρδιά. Και ας συγκρίνει τον «λόγο του θεού» της Βίβλου. Ένας θεός που άγεται και φέρεται σε συναισθήματα αγάπης μίσους και εκδίκησης, δεν είναι ένας νηφάλιος θεός. Ένας μη νηφάλιος θεός δεν μπορεί να είναι ένα σοφός θεός, ούτε και δίκαιος. Ένας θεός που δεν είναι αποστασιοποιημένος, δεν είναι ένας αμερόληπτος θεός.
Θεολαγνεία θρησκοληψία, γλοιώδης δοξολογία προς τον ένα μοναδικό εγωιστή τριαδικό Θεό, δουλικότητα, τρομοκρατία φλυαρία κατήχηση χειραγώγηση νηπίων με λαϊκίστικες υποσχέσεις είναι τα κείμενα της Βίβλου. Ούτε μία λέξη για την ευφυία, μια ατέλειωτη αδολεσχία ύμνος στην δουλεία….. του αφέντη θεού.
Δεν υπάρχει η νηφαλιότητα η καθαρότητα η λογική η ακρίβεια η υποστήριξη στον άνθρωπο η αποστασιοποίηση από τον θεό.
Δεν υπάρχει η σωστή απόσταση. Ένας Φαέθων που πάει πολύ κοντά στο θεό καίγεται και το άρμα της Σοφίας δεν οδηγεί σωστά.
Η Παλαιά και Καινή Διαθήκη κάψανε πολλούς ανθρώπους πάνω στη Γη με ένα χριστιανισμό χωρίς μέτρο αισθητική και χωρίς ηθική, αλλά καήκανε και αυτοί οι χριστιανοί από τις απόρροιες του Αετού. Νομίσανε πως είδανε τον θεό…. ως εκλεκτοί και τον είδανε αρσενικό πολύ, με τον υιό μαζί.
Οι αναφερόμενοι, από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Επτά σοφοί, ήταν ιστορικά πρόσωπα που έζησαν από τον 7ο αιώνα π.Χ. και νεότερα, που διέπρεψαν ως νομοθέτες, άρχοντες ή πολιτικοί. Οι επικρατέστεροι θεωρούμενοι επτά σοφοί της αρχαιότητας (κατά γενικότερη ομολογία συγγραφέων) ήταν οι:
Θαλής ο Μιλήσιος
Βίας ο Πριηνεύς
Πιττακός ο Μυτιληναίος
Σόλων ο Αθηναίος
Χίλων ο Λακεδαιμόνιος
Κλεόβουλος ο Ρόδιος
Περίανδρος ο Κορίνθιος
Μια εκδοχή της ιστορίας παραδίδει επίσης ο Καλλίμαχος στο Α’ ίαμβό του, όπου η διήγηση γίνεται εκ μέρους του Ιππώνακτα. Η ιστορία αυτή (ουσιαστικά ξεκινά από το στίχο 15) λέει ότι κάποιος Βαθυκλής από την Αρκαδία (ο οποίος είχε ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή) πριν πεθάνει έδωσε ένα χρυσό κύπελλο σε έναν γιο του με την εντολή να δοθεί στον καλύτερο από τους Επτά Σοφούς. Εκείνος το έδωσε στον Θαλή (τον οποίο ο απεσταλμένος του Βαθυκλή βρήκε στο ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα την ώρα που εκείνος σχεδίαζε στη γη το σχήμα που επινόησε ο Φρύγας Εύφορβος – ένα μη συμμετρικό τρίγωνο εντός ενός κύκλου). Ο Θαλής αρνήθηκε να το λάβει, και συμβούλευσε το γιο του Βαθυκλή να δώσει το δώρο του στον Βίαντα, και το κύπελλο, αφού (προφανώς) έκανε τον κύκλο των σοφών (το ποίημα σώζεται αποσπασματικά, και μαθαίνουμε στη μέση του, ότι ο Σόλων έστειλε το κύπελλο του Βαθυκλή στον Χίλωνα), κατέληξε και πάλι στον Θαλή, ο οποίος τελικά το αφιέρωσε στον Απόλλωνα (ίσως στο Διδυμαίο, αν και από άλλη πηγή γνωρίζουμε ότι το κύπελλο είχε αφιερωθεί στον Ισμήνιο Απόλλωνα στις Θήβες) με την επιγραφή, που έλεγε ότι το αφιέρωσε στον άρχοντα των Νηλείων (ο Νηλέας, που κρατούσε από τη Μεσσηνία, ήταν ο ιδρυτής της Μιλήτου – βλεπε Στράβων, «Γεωγραφικά» ΙΔ’ 1, 3), στον οποίο με αυτό το τρόπο αυτό το κύπελλο είχε επιδικαστεί δύο φορές.
Αποφθέγματα των Επτά Σοφών της Αρχαιότητας κατά τον Ιωάννη Στοβαίο (Ανθολόγιον Γ’ 1, 172α-η):
Δημητρίου Φαληρέως τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἀποφθέγματα
[3.1.172α] Κλεόβουλος Εὐαγόρου Λίνδιος ἔφη·
Μέτρον ἄριστον. Πατέρα δεῖ αἰδεῖσθαι. Εὖ τὸ σῶμα ἔχειν καὶ τὴν ψυχήν. Φιλήκοον εἶναι καὶ μὴ πολύλαλον. Γλῶσσαν εὔφημον κεκτῆσθαι. Ἀρετῆς οἰκεῖον ‹εἶναι›, κακίας ἀλλότριον. Ἀδικίαν μισεῖν. Εὐσέβειαν φυλάσσειν. Πολίταις τὰ βέλτιστα συμβουλεύειν. Ἡδονῆς κρατεῖν. Βίᾳ μηδὲν πράττειν. Τέκνα παιδεύειν. Τύχῃ εὔχεσθαι. Ἔχθρας διαλύειν. Τὸν τοῦ δήμου ἐχθρὸν πολέμιον νομίζειν. Γυναικὶ μὴ μάχεσθαι μηδὲ ἄγαν φρονεῖν ἀλλοτρίων παρόντων· τὸ μὲν γὰρ ἄνοιαν, τὸ δὲ μανίαν δύναται παρέχειν. Οἰκέτας μεθύοντας μὴ κολάζειν· εἰ δὲ μή, δόξεις παροινεῖν. Γαμεῖν ἐκ τῶν ὁμοίων· ἐὰν γὰρ ἐκ τῶν κρειττόνων, δεσπότας, οὐ συγγενεῖς κτήσῃ. Μὴ ἐπιγέλα τῷ σκώπτοντι· ἀπεχθὴς γὰρ ἔσῃ τοῖς σκωπτομένοις. Εὐποροῦντα μὴ ὑπερήφανον εἶναι, ἀποροῦντα μὴ ταπεινοῦσθαι.
[3.1.172β] Σόλων Ἐξηκεστίδου Ἀθηναῖος ἔφη·
Μηδὲν ἄγαν. Κριτὴς μὴ κάθησο· εἰ δὲ μή, τῷ ληφθέντι ἐχθρὸς ἔσῃ. Ἡδονὴν φεῦγε, ἥτις λύπην τίκτει. Φύλασσε τρόπου καλοκαγαθίαν ὅρκου πιστοτέραν. Σφραγίζου τοὺς μὲν λόγους σιγῇ, τὴν δὲ σιγὴν καιρῷ. Μὴ ψεύδου, ἀλλ᾽ ἀλήθευε. Τὰ σπουδαῖα μελέτα. Τῶν γονέων μὴ λέγε δικαιότερα. Φίλους μὴ ταχὺ κτῶ, οὓς δ᾽ ἂν κτήσῃ, μὴ ταχὺ ἀποδοκίμαζε. Ἄρχεσθαι μαθών, ἄρχειν ἐπιστήσῃ. Εὐθύνας ἑτέρους ἀξιῶν διδόναι, καὶ αὐτὸς ὕπεχε. Συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα. Τοῖς πολίταις μὴ θρασύνου. Μὴ κακοῖς ὁμίλει. Χρῶ τοῖς θεοῖς. Φίλους εὐσέβει. Ὃ ἂν ‹μὴ› ἴδῃς μὴ λέγε. Εἰδὼς σίγα. Τοῖς ἑαυτοῦ πρᾷος ἴσθι. Τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου.
[3.1.172γ] Χείλων Δαμαγήτου Λακεδαιμόνιος ἔφη·
Γνῶθι σαυτόν. Πίνων, μὴ πολλὰ λάλει· ἁμαρτήσῃ γάρ. Μὴ ἀπείλει τοῖς ἐλευθέροις· οὐ γὰρ δίκαιον. Μὴ κακολόγει τοὺς πλησίον· εἰ δὲ μή, ἀκούσῃ ἐφ᾽ οἷς λυπηθήσῃ. Ἐπὶ τὰ δεῖπνα τῶν φίλων βραδέως πορεύου, ἐπὶ δὲ τὰς ἀτυχίας ταχέως. Γάμους εὐτελεῖς ποιοῦ. Τὸν τετελευτηκότα μακάριζε. Πρεσβύτερον σέβου. Τὸν τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενον μίσει. Ζημίαν αἱροῦ μᾶλλον ἢ κέρδος αἰσχρόν· τὸ μὲν γὰρ ἅπαξ λυπήσει, τὸ δὲ ἀεί. Τῷ δυστυχοῦντι μὴ ἐπιγέλα. Τραχέσιν ἥσυχον σεαυτὸν πάρεχε, ὅπως σε αἰσχύνωνται μᾶλλον ἢ φοβῶνται. Τῆς ἰδίας οἰκίας προστάτει. Ἡ γλῶσσά σου μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ. Θυμοῦ κράτει. Μὴ ἐπιθύμει ἀδύνατα. Ἐν ὁδῷ μὴ σπεῦδε προάγειν, μηδὲ τὴν χεῖρα κινεῖν· μανικὸν γάρ. Νόμοις πείθου. Ἀδικούμενος διαλλάσσου· ὑβριζόμενος τιμωροῦ.
[3.1.172δ] Θαλῆς Ἐξαμίου Μιλήσιος ἔφη·
Ἐγγύα, πάρα δ᾽ ἄτα. Φίλων παρόντων καὶ ἀπόντων μέμνησο. Μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός. Μὴ πλούτει κακῶς. Μή σε διαβαλλέτω λόγος πρὸς τοὺς πίστεως κεκοινωνηκότας. Κολακεύειν γονεῖς μὴ ὄκνει. Μὴ προσδέχου τὸ φαῦλον. Οἵους ἂν ἐράνους ἐνέγκῃς τοῖς γονεῦσι, τούτους αὐτοὺς ἐν τῷ γήρᾳ παρὰ τῶν τέκνων προσδέχου. Χαλεπὸν τὸ εὖ γνῶναι. Ἥδιστον τὸ ἐπιθυμίας τυχεῖν. Ἀνιαρὸν ἀργία. Βλαβερὸν ἀκρασία. Βαρὺ ἀπαιδευσία. Δίδασκε καὶ μάνθανε τὸ ἄμεινον. Ἀργὸς μὴ ἴσθι, μηδ᾽ ἂν πλουτῇς. Κακὰ ἐν οἴκῳ κρύπτε. Φθονοῦ μᾶλλον ἢ οἰκτείρου. Μέτρῳ χρῷ. Μὴ πᾶσι πίστευε. Ἄρχων κόσμει σεαυτόν.
[3.1.172ε] Πιττακὸς ρραδίου Λέσβιος ἔφη·
Καιρὸν γνῶθι. Ὃ μέλλεις ποιεῖν, μὴ λέγε· ἀποτυχὼν γὰρ καταγελασθήσῃ. Τοῖς ἐπιτηδείοις χρῶ. Ὅσα νεμεσᾷς τῷ πλησίον, αὐτὸς μὴ ποίει. Κακοπραγοῦντα μὴ ὀνείδιζε· ἐπὶ γὰρ τούτοις νέμεσις θεῶν κάθηται. Παρακαταθήκας ἀπόδος. Ἀνέχου ὑπὸ τῶν πλησίον μικρὰ ἐλαττούμενος. Τὸν φίλον κακῶς μὴ λέγε, μηδ᾽ εὖ τὸν ἐχθρόν· ἀσυλλόγιστον γὰρ τὸ τοιοῦτον. Δεινὸν συνιδεῖν τὸ μέλλον, ἀσφαλὲς τὸ γενόμενον. Πιστὸν γῆ, ἄπιστον θάλασσα. Ἄπληστον κέρδος. Κτῆσαι ἀίδια· εὐσέβειαν, παιδείαν, σωφροσύνην, φρόνησιν, ἀλήθειαν, πίστιν, ἐμπειρίαν, ἐπιδεξιότητα, ἑταιρείαν, ἐπιμέλειαν, οἰκονομίαν, τέχνην.
[3.1.172ζ] Βίας Τευταμίδου Πριηνεὺς ἔφη·
Οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι κακοί. Ἐς τὸ ἔσοπτρον [ἔφη] ἐμβλέψαντα δεῖ, εἰ μὲν καλὸς φαίνῃ, καλὰ ποιεῖν, εἰ δὲ αἰσχρός, τὸ τῆς φύσεως ἐλλιπὲς διορθοῦσθαι τῇ καλοκαγαθίᾳ. Βραδέως ἐγχείρει· ὃ δ᾽ ἂν ἄρξῃ, διαβεβαιοῦ. Μίσει τὸ ταχὺ λαλεῖν, μὴ ἁμάρτῃς· μετάνοια γὰρ ἀκολουθεῖ. Μήτ᾽ εὐήθης ἴσθι, μήτε κακοήθης. Ἀφροσύνην μὴ προσδέχου. Φρόνησιν ἀγάπα. Περὶ θεῶν λέγε, ὡς εἰσὶ θεοί. Νόει τὸ πραττόμενον. Ἄκουε πολλά. Λάλει καίρια. Πένης ὢν πλουσίοις μὴ ἐπιτίμα, ἢν μὴ μέγα ὠφελῇς. Ἀνάξιον ἄνδρα μὴ ἐπαίνει διὰ πλοῦτον. Πείσας λάβε, μὴ βιασάμενος. Ὅ τι ἂν ἀγαθὸν πράσσῃς, θεούς. μὴ σεαυτὸν αἰτιῶ. Κτῆσαι ἐν μὲν νεότητι εὐπραξίαν, ἐν δὲ τῷ γήρᾳ σοφίαν. Ἕξεις ἔργῳ μνήμην, καιρῷ εὐλάβειαν, τρόπῳ γενναιότητα, πόνῳ ἐγκράτειαν, φόβῳ εὐσέβειαν, πλούτῳ φιλίαν, λόγῳ πειθώ, σιγῇ κόσμον, γνώμῃ δικαιοσύνην, τόλμῃ ἀνδρείαν, πράξει δυναστείαν, δόξῃ ἡγεμονίαν.
[3.1.172η] Περίανδρος Κυψέλου Κορίνθιος ἔφη·
Μελέτα τὸ πᾶν. Καλὸν ἡσυχία· ἐπισφαλὲς προπέτεια. Κέρδος αἰσχρὸν. Δημοκρατία κρεῖττον τυραννίδος. Αἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί, αἱ δ᾽ ἀρεταὶ ἀθάνατοι. Εὐτυχῶν μὲν μέτριος ἴσθι, ἀτυχῶν δὲ φρόνιμος. Φειδόμενον κρεῖττον ἀποθανεῖν ἢ ζῶντα ἐνδεῖσθαι. Σεαυτὸν ἄξιον παρασκεύαζε τῶν γονέων. Ζῶν μὲν ἐπαινοῦ, ἀποθανὼν δὲ μακαρίζου. Φίλοις εὐτυχοῦσι καὶ ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι. Ὃν ἂν ἑκὼν ὁμολογήσῃς πονηρόν, παράβαινε. Λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ. Λοιδοροῦ ὡς ταχὺ φίλος ἐσόμενος. Τοῖς μὲν νόμοις παλαιοῖς χρῶ, τοῖς δ᾽ ὄψοις προσφάτοις. Μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε. Δυστυχῶν κρύπτε, ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς.
Ακούσας νόει
(Αφού πρώτα ακούσεις, κατόπιν σκέψου τι θα κάνεις) Πιττακός
Σκέψου…..
Αστραία